- προμηθευτικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον προμηθευτή.2. αυτός που αναλαμβάνει την προμήθεια: Προμηθευτικός συνεταιρισμός δημόσιων υπαλλήλων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.