προμηθευτικός

προμηθευτικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον προμηθευτή.
2. αυτός που αναλαμβάνει την προμήθεια: Προμηθευτικός συνεταιρισμός δημόσιων υπαλλήλων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προμηθευτικός — using forethought masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμηθευτικός — ή, ό / προμηθευτικός, ή, όν, ΝΜ [προμηθεύω] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον προμηθευτή ή στην προμήθεια 2. αυτός που αναλαμβάνει προμήθειες («προμηθευτικό γραφείο) 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα προμηθευτικά αμοιβή ή κέρδος… …   Dictionary of Greek

  • προμηθευτικόν — προμηθευτικός using forethought masc acc sg προμηθευτικός using forethought neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμηθευτικῶς — προμηθευτικός using forethought adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορηγικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χορηγία ή στο χορηγό, παροχικός, προμηθευτικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”